Εσφαλμένη Περίληψη Δικαστικής Απόφασης

άρθρο 724 παρ. 1 ΚΠολΔ

Είναι συχνό το φαινόμενο της εσφαλμένης ή έστω της ελλιπούς σύνταξης περίληψης δικαστικής απόφασης σε συλλογές νομολογίας, Τράπεζες Νομικών Πληροφοριών και διαδικτυακούς ιστότοπους με αποτέλεσμα να εξάγονται εσφαλμένα συμπεράσματα, αν βέβαια ο ερευνητής δεν προσφύγει στο πλήρες κείμενο της απόφασης, πολύ περισσότερο όταν η απόφαση για την οποία η περίληψη είναι απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Θέλω να πιστεύω ότι τα λάθη αυτά οφείλονται σε παραδρομή, αβλεψία ή απειρία του συντάκτη της περίληψης και όχι σε πρόθεση αλλοίωσης του σκεπτικού της αποφάσεως.

Συχνά μάλιστα η ερμηνεία μιας δικαστικής απόφασης, παρά την συνήθως εκτεταμένη αιτιολογία της, έχει τις δυσκολίες της ερμηνείας μιας διατάξεως νόμου.

Πρόσφατα υπέπεσε στην αντίληψή μας η δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών περίληψης της με αριθμό 251/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου, η οποία είχε λέξη προς λέξη ως εξής: «Εγγραφή προσημείωσης υποθήκης με βάση οριστική καταψηφιστική απόφαση.

Η σχετική δυνατότητα παρέχεται στο δανειστή και στην περίπτωση που η απόφαση δεν έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, ακόμα και κατόπιν απόρριψης σχετικού αιτήματος.

Αναιρεί την υπ΄αριθμ.618/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών». Η πρώτη εντύπωση η οποία δημιουργείται στον αναγνώστη είναι ότι για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 724 παρ.1ΚΠολΔ απαιτείται όπως η οριστική απόφαση πρέπει να είναι καταψηφιστική, τούτο δε ανεξάρτητα από το αν το Δικαστήριο την έχει κηρύξει προσωρινά εκτελεστή.

Η εντύπωση επιτείνεται από την ανάγνωση του δεύτερου σκέλους της περίληψης με την οποία αποσυνδέεται η δυνατότητα του δανειστή από το προσωρινό ή μη εκτελεστό της οριστικής αποφάσεως αφήνοντας την εντύπωση ότι αρκεί το καταψηφιστικό της αποφάσεως. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Η συγκεκριμένη απόφαση του Αρείου Πάγου ασχολήθηκε με το αληθές νόημα της διατάξεως του άρθρου 724 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου πέμπτου του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (η οποία ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ιδίου νόμου, από την 1η Ιανουαρίου 2016).

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της αποφάσεως, το θέμα το οποίο απασχόλησε το Ακυρωτικό, δεν ήταν η ανάγκη η οριστική απόφαση να είναι και καταψηφιστική ώστε να είναι δυνατή η εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης ή η επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως, αλλά ήταν το αναδρομικό ή μη της εφαρμογής της διατάξεως για οριστικές αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016.

Όμως ο συντάκτης της περιλήψεως φαίνεται να υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, η οριστική απόφαση για να αποτελεί τίτλο εγγραφής προσημειώσεως ή συντηρητικής κατασχέσεως θα πρέπει να είναι καταψηφιστική. Προκύπτει άραγε αυτό από την ίδια την απόφαση;

Ο δανειστής μπορεί με βάση οριστική απόφαση, καθώς και με διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή ορίζεται ότι πρέπει να καταβληθεί με την διαταγή πληρωμής

παρ. 1 άρθρου 724ΚΠολΔ

Θεωρούμε ότι η σύνταξη της συγκεκριμένης διάταξης, παρά την αναμφισβήτητα ορθή ratio αυτής, πάσχει από νομοθετική κακοτεχνία ως προς την φράση «για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση», φράση η οποία αντιφάσκει με την ίδια την ratio.

Ορθότερη, κατά την γνώμη μας θα ήταν η διατύπωση «για το ποσό το οποίο αναγνωρίζεται με την απόφαση ως απαίτηση του δανειστή». Η αναγνώριση της απαίτησης ως βάσιμης αποτελεί προϋπόθεση της επιδίκασής της.

Η διάταξη του άρθρου 724 παρ.1ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της από τον Ν.4335/2015, είχε ως ακολούθως: «Ο δανειστής μπορεί με βάση διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης καθώς και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που ορίζεται με τη διαταγή πληρωμής, ότι πρέπει να καταβληθεί». Σύμφωνα με το προηγούμενο καθεστώς μόνον η διαταγή πληρωμής αποτελούσε τίτλο για την εγγραφή προσημειώσεως ή επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης.

Έδινε με άλλο λόγια ο νομοθέτης αναιτιολόγητη υπεροχή στη διαταγή πληρωμής έναντι της οριστικής απόφασης, για την έκδοση της οποίας απαιτείται δικανική διάγνωση της διαφοράς και αναγνώριση της απαιτήσεως του δανειστή με αποτέλεσμα ως τίτλος να παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης από την διαταγή πληρωμής.(Μαργαρίτης Ερμ. ΚΠΟλΔ 2018, άρθρο 724 σ. 204,2).

Για την άρση αυτής της, τουλάχιστον περίεργης και ανεξήγητης, αντίφασης επήλθε η τροποποίηση της διατάξεως του άρθρου 724 παρ. 1 όπως ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2016, χρόνο έναρξης ισχύος του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 23.7.2015).

Με βάση την οριστική πλέον και μη καταστάσα τελεσίδικη, απόφαση είναι δυνατόν επιβληθούν αυτοδύναμα ασφαλιστικά μέτρα (άρθρα 519 παρ. 1 και 521παρ. 1), προδήλως τα ίδια ασφαλιστικά μέτρα τα οποία προβλέπονται από το άρθρο 724 (Μ. Μαργαρίτης Βλ. Ανωτ.).

Στο σκεπτικό της αποφάσεως ΑΠ 251/2020 εντόπισα μια φράση η οποία ίσως και να παρέσυρε τον συντάκτη της περιλήψεως να συμπεριλάβει τον όρο «καταψηφιστική».

Λέει ο Άρειος Πάγος «Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, αρκεί κατά το γράμμα της, αλλά και την τελολογία της, η έκδοση μιας απλώς οριστικής απόφασης, και ως τέτοια νοείται, κατά μία άποψη, μόνον η καταψηφιστική απόφαση, χωρίς να απαιτείται επιπροσθέτως η τελευταία να έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή», χωρίς όμως με την απόφασή του το Ακυρωτικό να διευκρινίζει ποια είναι η άποψη αυτή κάνοντας και την σχετική παραπομπή.

Η ίδια όμως η απόφαση του Αρείου Πάγου στην αμέσως επόμενη παράγραφο παραθέτει ως ratio της διατάξεως του άρθρου 724 παρ.1 ΚΠολΔ, επικαλούμενη μάλιστα και την αιτιολογική έκθεση του Ν.4335/2015, (υπό στοιχεία VI. αρθμ.11), την αποτελεσματική διασφάλιση των απαιτήσεων του δανειστή, ο οποίος, έπειτα από την διεξαγωγή της διαγνωστικής δίκης, στην οποία μάλιστα κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης του οφειλέτη, σε αντίθεση με τη διαταγή πληρωμής (που δεν παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης από την οριστική απόφαση που δέχθηκε την αγωγή και διέγνωσε την ισχύ της επικαλούμενης χρηματικής αξίωσης του δανειστή), επιτυγχάνει την έκδοση οριστικής απόφασης, που επιδικάζει τις απαιτήσεις του.

Διευκρινίζεται δε με την απόφαση ότι ακόμη και στην περίπτωση που η εν λόγω απόφαση δεν είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και ως εκ τούτου, ο δανειστής δεν έχει δυνατότητα επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι επιβεβλημένη η διασφάλιση της μελλοντικής ικανοποίησης των απαιτήσεών του (όταν αποκτήσει εκτελεστό τίτλο) με την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης ή της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης.

Η ratio την οποία διατυπώνει ο Άρειος Πάγος όχι απλά υιοθετεί και περιγράφει την άποψη του νομοθέτη, όταν αυτός εισήγαγε για πρώτη φορά την διάταξη αυτή, αλλά απαντά και στην ανάγκη εξασφάλισης της απαιτήσεως του δανειστή με το μικρότερο δυνατό κόστος και στο συντομότερο χρονικό διάστημα (οικονομία δίκης).

Πρόκειται, κατά την γνώμη μας, για μια δικονομική κατάκτηση η οποία απαντά ευθέως στις ανάγκες των διαδίκων και στην προσπάθεια απαλλαγής των δικαστηρίων από περιττή και πάντως δαπανηρή για τους διαδίκους απασχόληση.

Ερμηνευτικά το καθ΄ υπόθεση ερώτημα θα μπορούσε να απαντηθεί με τον κανόνα «του νόμου μη διακρίνοντος ούτε ο ερμηνευτής δικαιούται να διακρίνει» και εν προκειμένω ο νόμος απαιτεί απλά οριστική απόφαση χωρίς να διευκρινίζει αν αυτή θα πρέπει να είναι καταψηφιστική ή αναγνωριστική.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 ΚΠολΔ το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση αν κρίνει πως η υπόθεση είναι ώριμη γι’ αυτό, δηλαδή όταν, αφού εξαντλήσει την αποδεικτική διαδικασία η οποία προβλέπεται από την Δικονομία και προβεί στον απαιτούμενο δικανικό συλλογισμό, είναι σε θέση να διαγνώσει το βάσιμο του αιτήματος και του σχετικού δικαιώματος του αιτούντος. Σύμφωνα δε με την διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά την δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε.

Σε κάθε περίπτωση άξια εξασφάλισης είναι η απαίτηση του δανειστή αφού αναγνωρισθεί (άρθρο 70ΚΠολΔ), της δε τυχόν καταψήφισης της απαιτήσεως προηγείται η αναγνώρισή της ως βάσιμης.

Σύμφωνα με την προσφάτως εκδοθείσα με αριθμό 1970/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία επικαλείται τόσο την πιο πάνω με αριθμό ΑΠ 251/2020 απόφαση όσο και την αιτιολογική έκθεση του Ν.4335/2015, «η οριστική απόφαση που εκδίδεται με πλήρη απόφαση για την ασφαλιστέα απαίτηση και συνεπώς παρέχει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης σε σχέση με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (που αρκείται σε πιθανολόγηση) αποτελεί τίτλο για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης, ακόμη και αν δεν είναι καταψηφιστική αλλά αναγνωριστική απλώς της ασφαλιστέας απαίτησης» (Βλ. Κράνης Δ. Αρμ.2020/2, ο ίδιος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα 2020, άρθρο 724 σ.223).

Συνακόλουθα δεν παραμένει η παραμικρή αμφιβολία ότι για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 724 παρ.1 ΚΠολΔ αρκεί ως τίτλος για την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης ή την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης η εκδοθείσα μετά την 1η/1/2016 οριστική απόφαση και τούτο ανεξάρτητα από το εάν έχει κηρυχθεί από το Δικαστήριο προσωρινά εκτελεστή έστω και αν έχει απορριφθεί σχετικό αίτημα.

Γιώργος Α. Κριμίζης

Δικηγόρος Αθηνών

Επικοινωνήστε μαζί μας για να κλείσουμε ένα ραντεβού.

Κριμίζης Δικηγορική Εταιρεία

Βενιζέλου Ελευθέριου (Πανεπιστημίου) 56, Ομόνοια (Αθήνα),
106 78 Αθήνα Αττικής