Στα 46 τόσα χρόνια που ασκώ το επάγγελμα του δικηγόρου συχνά αντιμετώπισα και εξακολουθώ να αντιμετωπίζω το πρόβλημα να εξηγώ στους μη νομικούς και κυρίως στους πελάτες μου την διαφορά του «δίκιου τους» από το «δίκαιο».
Νόμος δεν είναι το δικό σου δίκιο
Mε άλλα λόγια να εξηγώ την έννοια και λειτουργία του «νόμου» στην υποχρεωτική ρύθμιση των ανθρώπινων σχέσεων στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, όπως η ρύθμιση αυτή αντιπαρατίθεται με την προσωπική αντίληψη του καθενός για το περί δικαίου αίσθημα.
Πόσο δίκαιο ή άδικο είναι να υποχρεούσαι να εκπληρώνεις τις υποχρεώσεις που εσύ ο ίδιος ανάλαβες ή έστω η ιδιότητά σου σε υποχρεώνει να εκπληρώσεις;
Για παράδειγμα είναι πράγματος που αγόρασες ή να πληρώνεις διατροφή για το παιδί σου.
Η ασάφεια της έννοιας του νόμου
Διαπίστωσα ότι ακόμη και για τους πλέον «νομοταγείς» πολίτες η έννοια του νόμου δεν είναι σαφής και τούτο θεωρώ ότι είναι θέμα παιδείας.
Πως άλλωστε να μην είναι όταν στα σχολεία το μάθημα της πολιτικής αγωγής το διδάσκουν, αν το διδάσκουν, δάσκαλοι άσχετοι με την Εισαγωγή στο Δίκαιο, μάθημα που οι φοιτητές των Νομικών Σχολών μαθαίνουν στο πρώτο κιόλας εξάμηνο του πρώτου έτους.
Τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από βαρετούς επιστημονικούς ορισμούς αλλά από απλά καθημερινά παραδείγματα.
Η διδασκαλία του νόμου αρχίζει από το σπίτι
Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και στις μη νομικές πανεπιστημιακές σχολές.
Το μάθημα του Δικαίου είναι προαιρετικό, σε αντίθεση με την υποχρεωτικότητα εφαρμογής του νόμου που οι μελλοντικοί πτυχιούχοι όλων των ειδικοτήτων θα κληθούν κάποια στιγμή να εφαρμόσουν.
Για παράδειγμα οι Αρχιτέκτονες πριν αρχίσουν να σχεδιάζουν θα πρέπει να διαβάσουν στον νόμο τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται στην περιοχή.
Η έννοια του νόμου θα πρέπει να διδάσκεται πρώτα από τους γονείς με το παράδειγμά τους και μετά από το δάσκαλο στο δημοτικό σχολείο με λόγια απλά και κατανοητά, ώστε τα παιδιά να κατανοήσουν ότι ο νόμος δεν είναι κάτι που επιβάλλεται από τους λίγους και κακούς αλλά είναι το αποτέλεσμα ή μάλλον το δημιούργημα της ανάγκης για την κοινωνική και δημοκρατική συνύπαρξη των ανθρώπων.
Ο νόμος είναι παντού , από τα πιο μικρά έως τα πιο μεγάλα
Ο νόμος αποτελεί το μέσο με το οποίο περιορίζονται και ελέγχονται τα ένστικτα, οι παρορμήσεις και οι επιθυμίες.
Με άλλα λόγια ο νόμος δεν αποτελεί παρά μια «συμφωνία» του κοινωνικού συνόλου για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ρυθμίζονται οι σχέσεις των μελών του αλλά και σε σχέση με την εξουσία. Όπως μάλιστα δίδαξε ο Σόλων οι άνθρωποι τηρούν μια συμφωνία, όταν κανείς δεν έχει συμφέρον να την παραβιάσει. Τέτοια συμφωνία θα πρέπει να είναι ο νόμος.
Ακόμη και «το ημερολόγιο» και «η ώρα» μιας χώρας ρυθμίζονται με συμφωνία δηλαδή με νόμο. Εμείς οι πολίτες συμφωνούμε με τους εκλεγμένους αντιπροσώπους μας ακόμη και για το την ώρα έχουμε εφαρμόζεται στην χώρα μας.
Ποια δηλαδή είναι η επίσημη ώρα η οποία δεσμεύει όλους μας, στις υποχρεώσεις μας, στις μετακινήσεις μας αλλά και στα προσωπικά μας ραντεβού!
Σε διεθνές μάλιστα επίπεδο η ώρα, σε κάθε τμήμα της υδρογείου, ρυθμίστηκε το 1884 στην Ουάσιγκτον με διεθνή συμφωνία (συνθήκη) με την οποία ορίστηκε ως πρώτος μεσημβρινός αυτός ο οποίος διέρχεται από το Αστεροσκοπείο του Greenwich λίγο έξω από Λονδίνο και ονομάστηκε Greenwich Meridian.
Στο σημείο εκείνο και κατά μήκος όλου του μεσημβρινού, από τον Βόρειο μέχρι τον Νότιο Πόλο έχουμε την ώρα GMT 0. Προς Ανατολάς προσθέτουμε ώρες, προς Δυσμάς αφαιρούμε ακολουθώντας την τροχιά του ήλιου από την Ανατολή προς την Δύση. Η Ελλάδα εφαρμόζει το GMT +2 για την χειμερινή ώρα και GMT+3 για την θερινή ώρα, για όσο ακόμα εφαρμόζεται.
Ας σκεφτούμε προς στιγμή τι θα συνέβαινε αν η κάθε χώρα, πόσο μάλλον η κάθε πόλη, είχε όποιο ημερολόγιο και όποια ώρα επιθυμούσε. Χάος.
Η υποχρεωτικότητα του νόμου
Για να μην δημιουργηθεί δε η παραμικρή παρεξήγηση οι απόψεις που διατυπώνονται με το άρθρο αυτό προϋποθέτουν την «δημοκρατική συμφωνία» των μελών της κοινωνίας για το τι και πως θα ρυθμιστεί από τον νόμο και την αποδοχή του ως υποχρεωτικού από όλους.
Τον όρο «δημοκρατική συμφωνία» τον συνέλαβε πρώτος ο Κλεισθένης το 509 π.χ., τον εφάρμοσαν τα δημοκρατικά πολιτεύματα των Αθηνών και της Ρώμης, τον εφάρμοσε ο κοινοβουλευτισμός στην Αγγλία και τέλος σ΄ αυτό που σήμερα έχει επικρατήσει ως το πολίτευμα των πολιτισμένων κρατών, αυτό δηλαδή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία με ελεύθερες εκλογές.
Σκέφτηκα λοιπόν να προσπαθήσω να εξηγήσω στους μη νομικούς την έννοια αυτού που κάθε μέρα ακούμε στα ΜΜΕ και διαβάζουμε στις εφημερίδες και αποκαλείται «νόμος».
Η διαφορά του νόμου -δικαίου από το δίκιο
Η προσπάθειά μου αυτή δεν διεκδικεί επιστημονικές δάφνες, αφού σκοπός της είναι με όσο πιο απλά λόγια να εξηγήσω τι ακριβώς είναι αυτό που διακρίνει το «δίκιο», όπως ο καθένας το αντιλαμβάνεται για τον εαυτό του και τα συμφέροντά του, με το «δίκαιο», δηλαδή το σύνολο των νόμων που ρυθμίζουν αναγκαστικά σε μια κοινωνία τις σχέσεις των ανθρώπων (πολιτών) μεταξύ τους αλλά και τις σχέσεις τους με το κράτος.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θα αποφύγω τις παραπομπές, όπως γίνεται στα επιστημονικά συγγράμματα, και δεν θα προχωρήσω στην αμφισβήτηση των διαφόρων επί μέρους θεωριών που έχουν διατυπωθεί, αποδεχόμενος αυτές που έχουν επικρατήσει.
Νόμος, μια πολύ παλιά ιστορία
Επειδή, όμως, για κάποιους η έννοια του νόμου μπορεί να θεωρείται ότι αποτελεί κάτι το καινούργιο, το οποίο επιβλήθηκε από κάποιους δυνάστες ή κάποια αφεντικά προκειμένου να διαφεντεύουν και να εκμεταλλεύονται τον λαό, είμαι αναγκασμένος να ανατρέξω μερικά εκατομμύρια χρόνια πίσω, στην εμφάνιση του ανθρώπου στην γη, με σκοπό να αποδείξω ότι είναι ο ίδιος ο απλός άνθρωπος που αναγκάστηκε να αναζητήσει τρόπους για να οριοθετήσει τα ένστικτα και τις επιθυμίες του και να ρυθμίσει τις σχέσεις του στην κοινωνία στην οποία ζει.
Το θλιβερό ιστορικό γεγονός ότι κατά καιρούς οι νόμοι επιβλήθηκαν, και δυστυχώς ακόμη και σήμερα κάπου εξακολουθούν να επιβάλλονται, από δικτάτορες, βασιλείς, αυτοκράτορες και θεοκρατικά καθεστώτα με τρόπο αυταρχικό δεν αλλάζει την έννοια του νόμου ως την βασική προϋπόθεση για την ειρηνική συμβίωση των ατόμων που απαρτίζουν μια κοινωνική ενότητα.
Για παράδειγμα η αγοραπωλησία ενός ακινήτου ή η απόκτηση ενός πτυχίου Ανωτάτης Σχολής σε περιόδους δικτατορίας ή ξένης κατοχής δεν αποτελεί από μόνη της λόγο για την ακύρωσή τους.
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης (384 – 322π.χ.) στα Πολιτικά του (1252b27- 1253a24) αποφαίνεται ότι «ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικό ζώον».
Συνεπώς πρώτος, πριν τον Κάρολο Δαρβίνο (1809 – 1882), ο Αριστοτέλης κατατάσσει τον άνθρωπο στο ζωικό βασίλειο, προσθέτοντας όμως το επίθετο «πολιτικό», προφανώς για να τον διακρίνει από τα λοιπά ζώα.
Πράγματι, σύμφωνα με την θεωρία του για την κοινή καταγωγή των ειδών, όπως την διατύπωσε στο βιβλίο του «Η καταγωγή των ειδών» (1859) και την εξελικτική σύνθεση ως προς τον άνθρωπο, ο Δαρβίνος υποστήριξε την κοινή προέλευση όλων των έμβιων όντων.
Δεν θα αναλύσουμε την βασιμότητα της θεωρίας, η οποία πρωτίστως αφορά τους βιολόγους και τους ανθρωπολόγους, όμως σύμφωνα με τους ειδικούς η εμφάνιση του ανθρώπου στην γη με την μορφή των ανθρωπίδων (πίθηκων) ανάγεται σε περίπου 28 εκατομμύρια χρόνια πριν.
Η διαβίωση εκείνου του είδους για αρκετά εκατομμύρια χρόνια δεν διαφέρει από αυτή των ζώων όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα.
Με άλλα λόγια οι ανθρωπίδαι ζουν και κινούνται αγεληδόν ως τετράποδα, δηλαδή με την χρήση και των τεσσάρων άκρων σε επαφή με το έδαφος, αντιλαμβανόμενοι το περιβάλλον ενστικτωδώς, όπως άλλωστε και το σύνολο των θηλαστικών ζώων. Αγωνίζονταν, όπως όλα τα ζώα, να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν, ορμώμενα από την ίδια την φύση δηλαδή τα αρχέγονα ένστικτα της πείνας και της αναπαραγωγής.
Νόμος, αυτό που διαφοροποιεί τον άνθρωπό από το ζωικό βασίλειο
Σύμφωνα με τους ειδικούς το κρίσιμο σημείο για την διαφοροποίησή του από τα υπόλοιπα θηλαστικά ήταν όταν ο άνθρωπος κατάφερε να σταθεί όρθιος δηλαδή στα δύο του πόδια.
Αυτό τα άλλαξε όλα. Αυτόματα διεύρυνε τον οπτικό του ορίζοντα, αφού όχι μόνο έβλεπε πιο μακριά αλλά συγχρόνως απελευθέρωσε τα χέρια του στα οποία μπορούσε πλέον να κρατά εργαλεία και όπλα.
Ήταν μια επανάσταση στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Ήταν το σημείο που ο εγκέφαλός του άρχισε τα εξελίσσεται και να αποκτά σιγά σιγά λόγο. Τι είναι λόγος θα δούμε παρακάτω πως τον αντιλαμβάνεται ο Αριστοτέλης και οι λοιποί φιλόσοφοι ως συστατικό του ανθρώπινου είδους για να το διακρίνουν ως πολιτικό ζώον.
Για εκατομμύρια χρόνια λοιπόν ο άνθρωπος ζει σε μικρές ομάδες των 30-35 το πολύ ατόμων, ζει νομαδικά, μετακινούμενος συνεχώς, τρέφεται ως τροφοσυλλέκτης, όπως δηλαδή ζουν και τρέφονται τα ζώα. Κινείται εκεί που θα βρει νερό και έτοιμη τροφή, δηλαδή καρπούς, έντομα και μικρά ζώα, αφού ο οργανισμός του χρειάζεται και πρωτεΐνες. Συνεπώς ο άνθρωπος την εποχή εκείνη δεν διαβιεί και δεν συνδέεται με συγκεκριμένο τόπο και φυσικά δεν διεκδικεί την αποκλειστική χρήση εδάφους.
Στην περίοδο αυτή άνδρες και γυναίκες είναι ένα και το αυτό, όπως συμβαίνει σήμερα και στα κοπάδια για τα αρσενικά και θηλυκά θηλαστικά άγρια ζώα. Δεν χρησιμοποιώ την έννοια της ισότητας των δύο φύλων αφού αυτή προϋποθέτει «λόγο», ο οποίος δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί στον ανθρώπινο εγκέφαλο ως μη ενστικτώδης αλλά ως έλλογη λειτουργία.
Με την πάροδο εκατομμυρίων ετών και την απελευθέρωση των χεριών του ο άνθρωπος μετατρέπεται σε κυνηγό μεγάλων και συχνά επικίνδυνων ζώων.
Στο στάδιο αυτό ο άνδρας, εξ αιτίας της ρώμης που χαρακτηρίζει το φύλο του, επιβάλλεται ως το ισχυρό φύλο. Όμως ο άνθρωπος συνεχίζει να ζει ως νομάς, μετακινούμενος συνεχώς από τόπο σε τόπο.
Χωρίο, πόλη και νόμος
Κάποια στιγμή γίνεται ίσως η μεγαλύτερη επανάσταση στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και την θεμελίωση του σημερινού τρόπου ζωής του. Ο άνθρωπος εγκαθίσταται μόνιμα σε ένα τόπο.
Ίσως το πρώτο χωριό να ήταν μια συστάδα σπηλαίων τα οποία να παρείχαν στον άνθρωπο στοιχειώδη στέγη και προστασία από τις καιρικές συνθήκες και τα άγρια θηρία, χωρίς να χρειάζεται να κατασκευάζει μόνιμα καταλύματα.
Αποτελεί, όμως, την πρώτη σταθερή εγκατάσταση του ανθρώπου σε ένα τόπο και την απαρχή της καλλιέργειας των γύρω εδαφών. Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε αγρότη δηλαδή σε καλλιεργητή.
Μια ακόμη επανάσταση στην ανθρώπινη εξέλιξη αφού μπορεί πια να ελέγχει την συνέχεια και την αυτάρκεια της διατροφής του είτε καταναλώνοντας τα όσα ό ίδιος παρήγαγε είτε ανταλλάσσοντάς τα με προϊόντα που άλλοι άνθρωποι από άλλα χωριά παρήγαγαν. Ο άνθρωπος εκτός από αγρότης-παραγωγός γίνεται και έμπορος. Αρχικά ανταλλάσσει προϊόντα και πολύ αργότερα, πουλάει και αγοράζει.
Το χωριό λοιπόν αποτέλεσε τον πυρήνα της δημιουργίας της πόλης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα Πολιτικά (1242b-29) ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι «Η ολοκληρωμένη κοινωνία που σχηματίζεται από περισσότερες κώμες (χωριά) αποτελεί πόλη, η οποία διαθέτει ήδη, για τα πούμε απλά, πλήρη αυτάρκεια.
Κι ενώ σχηματίστηκε για να εξασφαλίζει την επιβίωση, διατηρείται, επειδή διασφαλίζει την ευζωία (…η δε εκ πλειόνων κωμών κοινωνία τέλειος πόλις, ήδη πάσης έχουσα πέραν της αυτάρκειας ως έπος ειπείν, γινόμενη μεν του ζην ένεκεν, ούσα δε του ευ ζην).
Ίσως η πιο γνωστή σε μάς πόλη από την αρχαιότητα, όχι όμως η μόνη, αποτελούμενη από περισσότερες κώμες, σπαρμένες στην Αττική, είναι η πόλη των Αθηνών. Να λοιπόν ο λόγος για τον οποίο η πόλη αποκαλείται ορθά Αθήναι και όχι Αθήνα.
Η πρώτη ανάγκη για νόμους
Η μόνιμη πλέον εγκατάσταση και συμβίωση των ανθρώπων σε χωριά (κώμες) και αργότερα σε πόλεις, δηλαδή σε οργανωμένες κοινωνίες, γεννά την ανάγκη ρύθμισης των μεταξύ τους σχέσεων με κανόνες, με άλλα λόγια την χάραξη των ορίων του καθενός απέναντι στον άλλο αλλά και των ορίων του συνόλου απέναντι στον καθένα, ρύθμιση που καθορίζει την δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης και εξασφάλισης της ευζωίας ακόμη και με την οργάνωση της κοινής ασφάλειας και άμυνας.
Επί πλέον οι κάτοικοι των χωριών και των πόλεων πρέπει να προσδιορίσουν και τα χωρικά όρια του χωριού και της πόλης τους σε σχέση με άλλα γειτονικά χωριά και πόλεις.
Άλλο νόμος άλλο κανόνες
Στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης (1253a-10-14), εξηγώντας την ιδιότητα του ανθρώπου ως πολιτικού ζώου, υποστηρίζει ότι όσοι δεν θέλουν να ζουν μέσα στην πόλη (στην οργανωμένη κοινωνία) είναι ή θηρία ή θεοί και ότι ο άνθρωπος διαφέρει από τα άλλα ζώα, αφού μόνον αυτός είναι προικισμένος με λόγο, ο οποίος τον καθιστά ικανό να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο, το αγαθό από το κακό, το ωφέλιμο από το βλαβερό (…λόγον δε μόνον άνθρωπος έχει ζώων, ο δε λόγος επί τω δηλούν εστί το συμφέρον και το βλαβερόν, ώστε και το δίκαιον και το άδικον).
Μήπως, όμως, και τα θηρία ακολουθούν κανόνες για τις μεταξύ τους σχέσεις;
Βεβαίως και τα ζώα ακολουθούν κανόνες πλην όμως αυτό γίνεται ενστικτωδώς. Για παράδειγμα στις φυλές των ελεφάντων της Αφρικής, οι μητέρες (όχι τα θηλυκά γενικά) είναι οι αρχηγοί της αγέλης μέχρι να πεθάνουν αφού από ένστικτο οι μητέρες μάχονται πιο αποτελεσματικά τους εχθρούς της αγέλης για την υπεράσπιση των παιδιών τους.
Η μερίδα του λέοντος στην λεία δεν οφείλεται σ’ αυτό που ορισμένοι εσφαλμένα ταυτίζουν με το αρσενικό και την πατριαρχία αλλά στο γεγονός, το οποίο γνωρίζουν ενστικτωδώς οι λέαινες, ότι το αρσενικό λιοντάρι είναι που ρυθμίζει την αναπαραγωγή και θα πρέπει να είναι χορτασμένο και δυνατό ώστε να δημιουργήσει καλούς απογόνους.
Να λοιπόν η διαφορά του ενστικτώδους κανόνα από τον έλλογο κανόνα, το αποτέλεσμα, τον θρίαμβο δηλαδή της ανθρώπινης σκέψης.
Ο λόγος οδηγεί στον Νόμο
Τι είναι λοιπόν ο λόγος; Τι είναι αυτό που, κατά τον Αριστοτέλη, διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα; Τι είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να δρα και να αντιδρά σκεπτόμενος και όχι ορμώμενος από τα αρχέγονα ένστικτά του;
Τι σημαίνει ο όρος «λόγος» τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες επέβαλλαν σε όλες τις γλώσσες της ανθρωπότητας και αποτελεί πλέον την ουσία όλων των επιστημών;
Συνοπτικά σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο λόγος που καθορίζει τον ορισμό ενός πράγματος θα πρέπει να καθιστά φανερή την αιτία του και να μην περιορίζεται μόνον στο γεγονός της ύπαρξής του.
Παραθέτω τον απλοποιημένο ορισμό της Αριστοτέλειας έννοιας του λόγου όπως έξοχα διατυπώθηκε από ένα Γάλλο φιλόσοφο. «Λόγος είναι η σχέση του Α με το Β». Με άλλα λόγια είναι η σχέση αιτίου και αιτιατού, δηλαδή η βάση, το θεμέλιο όλων των επιστημών, της ίδιας της ανθρώπινης γνώσης. Ο άνθρωπος μπορεί να σκέφτεται συνδυαστικά και να εξάγει συμπεράσματα.
Γνωρίζει ότι αφού γεννήθηκε είναι βέβαιο ότι θα πεθάνει, κάτι που τα ζώα αγνοούν. Είναι ο λόγος για τον οποίο χαράζει το πέρασμά του στην γη αφήνοντας το αποτύπωμά του με την τέχνη και με τα δημιουργήματά του.
Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η έννοια του λόγου, όπως την επικαλούμαι για τις ανάγκες του άρθρου μου, δεν έχει σχέση με τα μαθηματικά, αλλά με την προσέγγιση του όρου για την διάκριση του ανθρώπου από τα ζώα.
Τα ζώα δεν ερμηνεύουν τα φαινόμενα, απλά αμύνονται με το ένστικτο, ο άνθρωπος με τον λόγο. Ο κεραυνός δεν είναι, αυτό με το οποίο η μυθολογία τρομοκρατούσε τον πρωτόγονο άνθρωπο δηλαδή ο θυμός του Δία, αλλά το συμπέρασμα της λογικής επεξεργασίας των αποτελεσμάτων (αιτιατό) συγκεκριμένων φυσικών φαινομένων και διεργασιών (αίτιο).
Η πρώτη σχέση την οποία ο άνθρωπος, ζώντας πλέον μόνιμα σε οργανωμένες κοινωνίες, σε κώμες (χωριά), ρύθμισε ήταν η σχέση του με τα πράγματα και μέσω αυτών με τα λοιπά μέλη της κοινωνίας. Όσο ζούσε νομαδικά η σχέση του με τα πράγματα ήταν προσωρινή και όχι μόνιμη και αποκλειστική.
Η κοινοκτημοσύνη, επεκτεινόμενη ακόμη και στις ανθρώπινες σχέσεις, αποτελούσε την πρωτόγονη σχέση του με τα πράγματα και ίσως και με τους λοιπούς ανθρώπους. Ακόμη και σήμερα οι ανθρωπολόγοι έχουν διαπιστώσει ότι σε ορισμένες πρωτόγονες φυλές οι γυναίκες είναι «κοινές» με την έννοια ότι ανήκουν σε όλους τους άνδρες της φυλής και τα παιδιά που θα γεννήσουν ανήκουν σε όλους. Ακραίο, όμως πραγματικό.
Οι πρώτοι νόμοι
Σύμφωνα λοιπόν με τους ειδικούς η πρώτη σχέση του ανθρώπου με τα υλικά πράγματα η οποία θεσμοθετήθηκε (συμφωνήθηκε) ως αποκλειστική απέναντι στα λοιπά μέλη της κοινωνίας, ήταν «η νομή» των πραγμάτων, για παράδειγμα η αποκλειστικότητα της κατοικίας σε μια σπηλιά, σε μια έκταση γης, σε μια πέτρα-εργαλείο, σε ένα κοντάρι-όπλο, σε ένα θήραμα.
Συνεπώς η νομή, δηλαδή η κατοχή από τον άνθρωπο ενός πράγματος με την πεποίθηση ότι είναι δικό του, ότι του ανήκει, ήταν η πρώτη μορφή ιδιοκτησίας την οποία ο άνθρωπος θεσμοθέτησε, οριοθέτησε και πολέμησε γι’ αυτήν.
Αυτό προφανώς έγινε με την χρήση του κριτηρίου της προτεραιότητας (χρονικής) στην εύρεση και κατοχή του πράγματος, κάτι που αιώνες αργότερα οι Ρωμαίοι θεσμοθέτησαν με την έννοια του «Qui prior est in tempore potior est in jure» (‘Όποιος προηγείται χρονικά είναι και ο ισχυρότερος στο δικαίωμα).
Η πρώτη μέθοδος θεσμοθέτησης των ορίων (αργότερα ονομάστηκαν δικαιώματα ) των μελών μιας κοινωνίας ήταν η αναγωγή «της μακράς και ομοιόμορφης δεσμευτικής πρακτικής» δηλαδή των «εθίμων» σε δεσμευτικούς κανόνες δικαίου.
Ακόμη και σήμερα το 1ο κιόλας άρθρο του Αστικού μας Κώδικα, δηλαδή του βασικότερου νόμου μετά το Σύνταγμα, ορίζει ότι «Οι κανόνες δικαίου περιλαμβάνονται στους νόμους και τα έθιμα».
Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος με την χρήση του λόγου, που τον διέκρινε από τα λοιπά θηλαστικά, βρήκε τρόπο να ρυθμίσει τις σχέσεις του με τους λοιπούς κατοίκους της ίδιας περιοχής (χωριού) και τα πράγματα. Ο πρώτος λοιπόν που εγκαθίστατο σε μια σπηλιά με την οικογένειά του αποκτούσε την νομή της και απέκλειε την χρήση της από τους άλλους και με την πάροδο του χρόνου δημιούργησε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας μέσω του εθίμου της χρησικτησίας.
Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα η χρησικτησία ως τρόπος απόκτησης της ιδιοκτησίας, θεσμός πρωτόγονος και, κατά την γνώμη μου, σήμερα αντικοινωνικός, εξακολουθεί να ισχύει ως τίτλος ιδιοκτησίας.
Οικογενειακό Δίκαιο
Την ίδια περίπου εποχή άρχισε να δημιουργείται και ο θεσμός της οικογένειας με την έννοια της μόνιμης συμβίωσης άνδρα και γυναίκας με σκοπό την ελεγχόμενη από το ζευγάρι αναπαραγωγή. ‘Έπρεπε λοιπόν η φυλή (η κοινωνία) να γνωρίζει με ποιον άνδρα ή άνδρες απόκτησε μια γυναίκα τα παιδιά της.
Την εποχή εκείνη την έλλειψη ληξιαρχείων και DNA θεράπευσε το έθιμο του γάμου, δηλαδή της δημόσιας τελετής με την οποία η κοινωνία γνώριζε και πιστοποιούσε ότι ο Α και η Γ επιθυμούν να ζουν πλέον μαζί και τα παιδιά που θα γεννήσει η Γ θα είναι, κατά τεκμήριο πάντοτε, παιδιά του Α. Η πρόσκληση στο γάμο όλου του χωριού αποτελούσε τον αρχέγονο τρόπο δημοσιότητας και πιστοποίησης του γεγονότος.
Αργότερα, όταν το χωριό έγινε πόλη, την πιστοποίηση του γεγονότος έκαναν οι κουμπάροι(μάρτυρες) και τα ληξιαρχεία. Χωρίς να διεκδικώ επιστημονικές γνώσεις ετυμολογίας θα ήθελα να πιστεύω ότι ίσως η λέξη «κουμπάρος» να προέρχεται από τις λατινικές λέξεις cum + pares (μαζί με τα μέρη), αφού ο γάμος είναι σύμβαση (συμφωνία) στην οποία τα συμβαλλόμενα μέρη υπόσχονται να ζήσουν μαζί.
Επειδή όμως τα έθιμα μπορούσαν να ερμηνευθούν έτσι και αλλιώς ή ακόμη και να αμφισβητηθούν, όσο και αν αυτά δέσμευαν μέσα από την μακρόχρονη υποχρεωτική εφαρμογή τους, η κοινωνία άρχισε να αναζητά ένα άλλο τρόπο εξασφάλισης της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης με την θέσπιση κανόνων η ισχύς των οποίων αλλά και η χρησιμότητά τους δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί.
Για παράδειγμα έθιμο ακόμη και σήμερα σε ορισμένες κοινωνίες αποτελεί και η αντεκδίκηση (vendetta), έθιμο το οποίο αποδοκιμάζεται από τις προηγμένες κοινωνίες.
Η λύση ήταν ο γραπτός νόμος, οποίος εξασφάλιζε τόσο την γνώση της ισχύος του από τα μέρη της κοινωνίας (πολίτες) όσο και του ακριβούς περιεχομένου του, το οποίο περιγράφει τα όρια του επιτρεπτού στην ανθρώπινη συμπεριφορά και των σχετικών δικαιωμάτων.
Συνεπώς τα «δικαιώματα» αποτελούν δημιουργήματα της κοινωνίας(πόλης).
Τα μέλη της απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους και δικαιούνται να τα προστατεύουν μόνον και μόνο διότι η κοινωνία το επιθυμεί. Η αντικειμενική ερμηνεία του νόμου και των δικαιωμάτων που περιγράφονται σ΄ αυτόν αποτέλεσε μεταγενέστερη επιστημονική κατάκτηση των Ρωμαίων οι οποίοι πρώτοι καθιέρωσαν γενικούς και δεσμευτικούς για όλους κανόνες ερμηνείας των νόμων.
Ο γραπτός Νόμος
Η γνώση όμως και το ακριβές νόημα ενός νόμου προϋπέθετε και την γνώση γραφής και ανάγνωσης, γνώση η οποία για πολλές χιλιετηρίδες αποτελούσε προνόμιο των ολίγων.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι σε πολιτισμούς όπως ο Αιγυπτιακός, ο Κινεζικός, ο Μινωικός η γραφή ήταν εικονογραφική (με ιδεογράμματα), χωρίς δηλαδή την χρήση συγκεκριμένου αλφάβητου και συνεπώς κτήμα αποκλειστικά (προνόμιο) και μόνο του ιερατείου, δηλαδή μιας μικρής κάστας ανθρώπων η οποία εκμεταλλευόταν την γνώση της. Ο πολύς λαός ζούσε στο σκοτάδι γνωρίζοντας γενικά τι του επιτρέπεται και τι απαγορεύεται ώσπου…
Ώσπου ο άνθρωπος εφευρίσκει το αλφάβητο. Κατά την γνώμη μου το αλφάβητο, ως ένα σύνολο φθογγόσημων συνδυαζόμενων μεταξύ τους ώστε να δημιουργούνται λέξεις με αποδεκτό από όλους νόημα, αποτελεί την μεγαλύτερη εφεύρεση όλων των εποχών, εφεύρεση η οποία άλλαξε την ίδια την ζωή του ανθρώπου και την ιστορία της ανθρωπότητας. Ο άνθρωπος πλέον μπορεί να αποτυπώνει τις απόψεις του, να επικοινωνεί με ασφάλεια με τους άλλους ανθρώπους, να πληροφορείται, να διαβάζει και να κατανοεί ο ίδιος τους νόμους όπως αυτοί αποτυπώνονταν στην πέτρα ή στο ξύλο.
Αν για κάποιους το αλφάβητο στην σημερινή ηλεκτρονική μας εποχή δεν έχει αξία θυμίζω ότι την χρήση της αλφαβήτου χρησιμοποιεί ως βάση και ως απαραίτητο περιφερειακό εξάρτημα και εκμεταλλεύεται ο κυρίαρχος της εποχής μας, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής.
Με το «πληκτρολόγιο», η λειτουργία του Η/Υ βασίζεται στους κώδικες που αποτελούν τα γράμματα του αλφάβητου και με το πάτημα του ανάλογου πλήκτρου το γράμμα του αλφαβήτου μετατρέπεται σε ηλεκτρονικό αποτύπωμα στον δίσκο. Από την εμφάνιση του Η/Υ μέχρι σήμερα πολλά άλλαξαν εκτός από το πληκτρολόγιο χωρίς την χρήση του οποίου θα ήταν αδύνατη η επικοινωνία του ανθρώπινου νου με τον επεξεργαστή.
Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να παραθέσω την υπέροχη περιγραφή των γραμμάτων του αλφαβήτου όπως την κάνει ο Άγιος Ευστάθιος:
«Τα γράμματα του αλφάβητου, αυτοί οι όμορφοι θησαυροί της μνήμης, αυτό το αρχέγονο μουσείο, αυτό το λημέρι της σοφίας, φάρμακο που καταπολεμά τη λήθη, έμβλημα της γνώσης, υπόδειγμα του λόγου-αλλά και σύμβουλοι των προθέσεων του πνεύματος, αγγελιαφόροι των σκέψεων της καρδιάς, αποκάλυψη κάθε τι κρυφού, σημάδια τα οποία σταματούν και απαθανατίζουν το παροδικό και το προσφέρουν ως γνώση σ’ εκείνους που θα έρθουν μετά από εμάς».
Ο Σόλων (639-559π.χ.) λοιπόν, ένας από τα 7 σοφούς της αρχαιότητος, θεσμοθετεί (592π.χ.)το υποχρεωτικό των γραπτών νόμων, την ισχύ και το περιεχόμενο των οποίων πληροφορούνται οι Αθηναίοι πολίτες από ξύλινες τετράγωνες στήλες στην Αγορά.
Συνεπώς άγνοια νόμου δεν νοείται πλέον και δεν συγχωρείται για τους πολίτες αλλά συγχρόνως περιορίζεται και η αυθαιρεσία της εξουσίας στην εφαρμογή τους αφού το περιεχόμενο του νόμου είναι πλέον αυτό το οποίο αναγράφεται αποτυπωμένο στην γλώσσα που όλοι κατανοούν.
Ο νόμος πλέον είναι μια έλλογη γραπτή πρόταση με δύο συνήθως σκέλη, από την μία την πρόβλεψη, η οποία μπορεί να είναι και απαγόρευση και από την άλλη το σκέλος των συνεπειών. Για παράδειγμα σύμφωνα με το άρθρο 299 του Ποινικού Κώδικα «Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών». Επίσης το άρθρο 513 του Αστικού Κώδικα περιγράφει την πιο συνηθισμένη σύμβαση, αυτήν της πώλησης και τις συνέπειές της ότι δηλαδή ο πωλητής υποχρεούται να μεταβιβάσει την κυριότητα (ιδιοκτησία) του πωλούμενου πράγματος και να το παραδώσει στον αγοραστή ο δε αγοραστής υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε.
Θυμίζω ότι ένα είδος γραπτής νομοθεσίας ήταν και οι 10 Εντολές τις οποίες κατέβασε από το όρος Σινά ο Μωυσής σε δύο πέτρινες πλάκες.
Οι 5 από τις εντολές δεν ήταν παρά αυτονόητες ακόμη και για την τότε κοινωνία απαγορεύσεις χωρίς όμως συνέπειες, οι οποίες μέχρι τότε ίσχυαν εθιμικά και με την «παρέμβαση» του Θεού μετατράπηκαν σε νόμους θεϊκούς, γραπτούς και δεσμευτικούς, οι οποίοι ισχύουν και σήμερα σε όλες τις νομοθεσίες. (ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ου μοιχεύσεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου, ουκ επιθυμήσεις την οικίαν του και τα όσα τω πλησίον σου εστί).
Η παραβίαση του Νόμου
Παρά την θεσμοθέτηση αρχικά εθίμων και αργότερα νόμων τα συμφέροντα των ανθρώπων και η διαφορετική ερμηνεία τους οδήγησε σε αμφισβητήσεις και τελικά συγκρούσεις σχετικά με το τι είναι δίκαιο, δηλαδή τι σύμφωνα με τον νόμο ισχύει σε κάθε περίπτωση σύγκρουσης και τελικά ποιος έχει δίκιο.
Αρχικά η λύση ήταν να προσφεύγουν στον «σοφό» του χωριού και κατά τεκμήριο σοφός ήταν ο πιο γέρος, αυτός δηλαδή που γνώριζε καλλίτερα τα έθιμα και το πώς είχαν μέχρι τότε λυθεί ανάλογες διαφορές ή στον φύλαρχο. Αργότερα ορισμένες κοινωνίες ανάθεταν την επίλυση των διαφορών στους ιερείς οι οποίοι κατά τεκμήριο γνώριζαν γραφή και ανάγνωση.
Οι αποφάσεις όμως και των τριών «πρακτικών δικαστών», ανεξάρτητα από την ποιότητα της κρίσης τους, είχαν το ελάττωμα ότι δεν δέσμευαν τον ηττημένο διάδικο, με άλλα λόγια δεν ήταν υποχρεωτικές και άρα δεν ήταν δυνατή η αναγκαστική εκτέλεσή τους.
Δεν ομιλώ για την παράβαση ποινικών νόμων αλλά για αποφάσεις με τις οποίες επιλύονταν ιδιωτικές συνήθως διαφορές οικονομικού ή και περιουσιακού χαρακτήρα.
Την παράβαση των ποινικών νόμων (φόνοι, κλοπές, κλπ.) οι πρωτόγονες κοινωνίες την τιμωρούσαν χωρίς δίκη. Έπρεπε λοιπόν να συμφωνηθούν διαδικασίες (νόμοι) σύμφωνα με τους οποίους οι αποφάσεις θα μπορούσαν να εκτελεσθούν σε βάρος του ηττημένου διαδίκου. Αυτό όμως προϋπέθετε την δημιουργία Δικαστικών οργάνων στελεχωμένων με δικαστές που γνώριζαν την νομοθεσία και ήταν σχετικά ανεξάρτητοι.
Με την εξέλιξη της Δημοκρατίας κάθε πολιτεία λειτουργούσε στην βάση τριών εξουσιών. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του(Δ 1297b) διδάσκει ότι «Έστι δη τρία μόρια των πολιτειών πασών… εν μεν τι το βουλευόμενο περί των κοινών, δεύτερο δε περί τας αρχάς…τρίτον δε τι το δικάζον».
Είναι η περίφημη Διάκριση των Εξουσιών η οποία διακρίνει πλέον ένα ευνομούμενο κράτος.
Ο Νόμος σήμερα
Σήμερα οι νόμοι ψηφίζονται από το Κοινοβούλιο (βουλευόμενο περί των κοινών), δηλαδή την νομοθετική λειτουργία της Δημοκρατίας και δημοσιεύονται στο Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ώστε να γνωστοποιείται στους πολίτες τόσο το περιεχόμενο τους όσο και η έναρξη της ισχύος των.
Εκτός από την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την ύπαρξη νόμων και την υποχρέωσή μας να πειθαρχήσουμε στις διατάξεις τους μας την υπενθυμίζουν στην καθημερινή μας ζωή μέθοδοι οι οποίοι και αυτοί προβλέπονται από τον νόμο.
Για παράδειγμα διάφορες έγχρωμες, συνήθως, αποτυπώσεις σε πινακίδες της Τροχαίας ή και οι ίδιοι οι τροχονόμοι μας υπενθυμίζουν ότι σε συγκεκριμένα σημεία του δρόμου υπάρχει όριο ταχύτητας, απαγορεύεται η στροφή δεξιά ή αριστερά, ο οδηγός οφείλει παραχωρήσει προτεραιότητα σε άλλα οχήματα ή και να σταματήσει την κίνηση του οχήματός του κλπ.
Οι νόμοι εφαρμόζονται από την Κυβέρνηση (αρχές) και τα όργανα τα οποία υπάγονται σ’ αυτήν, δηλαδή από την Διοικητική λειτουργία της Δημοκρατίας. Για παράδειγμα ο τροχονόμος που με ένα νεύμα του δικαιούται να διακόψει την κίνηση των οχημάτων είναι όχι μόνον εξουσιοδοτημένος από τον νόμο γι’ αυτό αλλά και να επιβάλει πρόστιμο στον παραβάτη οδηγό.
Οι διαφορές μεταξύ των πολιτών και οι διαφορές των πολιτών με το Κράτος επιλύονται από τα Τακτικά Δικαστήρια (δικάζον).
Τόσο οι πολίτες όσο και το Κράτος παρίστανται στα Δικαστήρια υποχρεωτικά με Δικηγόρους δηλαδή επαγγελματίες οι οποίοι έχουν σπουδάσει, όπως άλλωστε και οι Δικαστές, την Νομική Επιστήμη στις Νομικές Σχολές των Πανεπιστημίων.
Είναι ωστόσο σημαντικό να διευκρινίσω ότι οι φοιτητές των Νομικών Σχολών δεν μαθαίνουν, όπως πολλοί πιστεύουν τους Νόμους απ’ έξω, αλλά πως θα βρίσκουν κάθε φορά τον Νόμο που ισχύει για κάθε περίπτωση και την μέθοδο ερμηνείας των νόμων και τις διαδικασίες για την επίλυση των διαφορών τις οποίες χειρίζονται.
Οι Νόμοι αλλάζουν και ευτυχώς που αλλάζουν. Αρκεί να αλλάζουν μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας ενός πολιτεύματος το οποίο δίνει στους πολίτες το δικαίωμα με την ελεύθερη ψήφο τους να αποφασίζουν ποιο από τα κόμματα τους προτείνει κάτι καλλίτερο για την ζωή τους.
Οι πολλές απόψεις είναι δημοκρατία, η μία είναι φασισμός, όπως και αν ονομάζεται το μονοκομματικό πολίτευμα.
Οι νόμοι πρέπει να ακολουθούν τις ανάγκες της κοινωνίας, όπως αυτές διαμορφώνονται με το πέρασμα του χρόνου και τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, εθνικές και διεθνείς, που διαμορφώνονται.
Η κοινωνία της οποίας οι νόμοι δεν αλλάζουν ποτέ ή έστω δεν προσαρμόζονται είναι μια συντηρητική κοινωνία η οποία αναζητά την εμμονή στο παρελθόν και δεν προσβλέπει στο μέλλον.
Ας σκεφτούμε ότι πριν μερικές δεκαετίες στην Ελλάδα δεν προβλεπόταν η ισότητα μεταξύ των δύο φύλων, η γυναίκα έπαιρνε υποχρεωτικά το επίθετο του συζύγου της και το διαζύγιο ήταν μια περιπέτεια και για τους δύο με οδυνηρές συνέπειες κυρίως για τα παιδιά των χωρισμένων.
Σήμερα ανώτατα αξιώματα κατέχονται από γυναίκες και αυτό σε πείσμα συντηρητικών και αναχρονιστικών απόψεων
Είναι όμως οι νόμοι σωστοί μόνο και μόνο επειδή ψηφίστηκαν από το Κοινοβούλιο, δηλαδή τους εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού;
Όχι βέβαια, όλοι κάνουν λάθη, γιατί όχι και ο λαός. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που η ψήφος του λαού οδήγησε χώρες σε καταστροφή.
Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ένα σύστημα ελέγχου, ένας νόμος, ανώτερος από τους νόμους, ο οποίος αφ’ ενός θα έθετε το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα είχε το δικαίωμα να κινηθεί ο νομοθέτης κατά την ψήφιση των νόμων αλλά και κάποιος ο οποίος με την ανεξάρτητη κρίση του θα έκρινε αν ο νομοθέτης παραβίασε τα όριά του.
Αυτός λοιπόν ο ανώτερος νόμος είναι το Σύνταγμα κάθε χώρας.
Σ’ αυτό ο λαός πάντα θέτει το πλαίσιο του πολιτεύματος με το οποίο επιθυμεί να κυβερνηθεί και τις διαδικασίες για την ψήφιση των νόμων καθώς και τα όρια τα οποία πρέπει να σέβεται ο νομοθέτης.
Είναι τελικά ανεξάρτητη η Δικαιοσύνη;
Τα Δικαστήρια, σύμφωνα με το Σύνταγμα, έχουν την τελευταία λέξη για την έννοια και την συνταγματικότητα των νόμων, δηλαδή την υπακοή του νομοθέτη στο Σύνταγμα κατά την διαδικασία της νομοθέτησης.
Οι Δικαστές είναι ανεξάρτητοι;
Σύμφωνα πάλι με το Σύνταγμα (άρθρο 88) οι Δικαστές σε αντίθεση με τους λοιπούς δημόσιους υπάλληλους οι οποίοι είναι μόνιμοι, απολαμβάνουν την ισοβιότητα, δηλαδή δεν απολύονται έστω και αν καταργηθεί η θέση τους.
Κάνουν λάθη οι Δικαστές;
Φυσικά και κάνουν λάθη. άνθρωποι είναι και ως άνθρωποί κάνουν λάθη. Είναι όμως ο νόμος(η δικονομία) που προβλέπει διαδικασίες με τις οποίες τα λάθη των Δικαστών είναι δυνατόν να διορθωθούν.
Τα δύο λοιπόν στοιχεία που καθορίζουν την συμπεριφορά του ανθρώπου στην κοινωνία είναι η φύσις και ο νόμος.
Η φύσις αντιπροσωπεύει την έμφυτη τάση του ανθρώπου να ικανοποιεί τις επιθυμίες του, ενώ ο νόμος είναι ένα εφεύρημα μέσω του οποίου η κοινωνία αυτοπροστατεύεται από τις αντικοινωνικές συμπεριφορές της ανθρώπινης φύσης.
Είναι λοιπόν η κοινωνία (το σύνολο των πολιτών) που προνομιακά προσδιορίζει, περιγράφει και απονέμει δικαιώματα για τα μέλη της και αναλαμβάνει την υποχρέωση να τα θεσμοθετήσει με νόμους και να τα προστατεύσει αλλά και να τα καταργεί όταν κρίνεται απαραίτητο.
Γιώργος Α. Κριμίζης | Δικηγόρος Αθηνών